- ρουφηχτός
- -ή, -όαυτός που μπορεί να ρουφηχτεί: Οάρρωστος έφαγε δύο αβγά ρουφηχτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρουφηχτός — ή, ό, Ν [ρουφώ] 1. αυτός που τρώγεται ή πίνεται με ρούφηγμα («ρουφηχτά αβγά») 2. φρ. «ρουφηχτό φιλί» παρατεταμένο φιλί με παράλληλη κίνηση ρόφησης … Dictionary of Greek
ρουφήχτρα — η, Ν 1. περιστροφική κίνηση νερού κατά τη ροή του ή πίσω από κινούμενο πλοίο, η δίνη, αλλ. ρούφουλας 2. μτφ. γυναίκα που εξαντλεί κάποιον οικονομικά ή σωματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ / ρουφηχτός + επίθημα τρα (πρβλ. τσούχ τρα)] … Dictionary of Greek